- ακοόμετρο
- Ιατρ.συσκευή για την εξέταση τής λειτουργικής κατάστασης τών αφτιών (τής ακουστικής οξύτητας).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. audiometer, νόθο σύνθετο, < audio- (< λατ. audio «ακούω») + -meter < ελλην. μέτρο (ν)].
Dictionary of Greek. 2013.